ἄκαρι

ἀκαριαῖος

ἀκαριαίως
ἀκαριαῖος, α, ον [ᾰᾰ] très petit, Dém. 1292, 4 ; Arstt. H.A. 8, 2, 11 ; DH. 8, 70.
Étym. ἀκαρής.