Ἄκαστος

ἀκάτα

ἀκατάϐλητος
ἀκάτα, Eschl. Ag. 985 ; mot inconnu, p.-ê. ἀκτά.
Étym. ψαμμὶς ἀκτά, conj. d’Ahrens p. ψαμμίας ἀκάτα.