Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκάτακτος
ἀκαταληκτικῶς
ἀκατάληκτος
ἀκαταληκτικῶς,
adv.
c.
ἀκαταλήκτως,
Arr.
Epict.
2, 23, 46
.
Étym.
ἀκατάληκτος
.