Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκαταπλήκτως
ἀκαταπόνητος
ἀκατάποτος
*ἀ·καταπόνητος,
seul.
dor.
-πόνατος,
ος, ον
[
νᾱ
] infatigable,
Philol.
B 21, p. 417, 8
(
Stob.
Ecl.
1, 420
).
Étym.
ἀ, καταπονέω
.