Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκατάπτωτος
ἀκατάσϐεστος
ἀκατασήμαντος
ἀ·κατάσϐεστος,
ος, ον,
non éteint,
Gal.
13, 349
.
Étym.
ἀ, κατασϐέννυμι
.