ἀκέραιος

ἀκεραιότης

ἀκεραίως
ἀκεραιότης, ητος ()
1 état d’une chose non entamée ou non affaiblie, intégrité, vigueur, Pol. 3, 73, 6, etc. ||
2 pureté, Bas. 1, 144.
Étym. ἀκέραιος.