ἀκέραστος

ἀκέρατος

ἀκέραυνος
ἀ·κέρατος, ος, ον [ρᾰ] sans cornes, Plat. Pol. 265c ; Arstt. H.A. 2, 1, 51, etc.
Étym. ἀ, κέρας.