ἄκερχνος

ἄκερως

ἀκέρωτος
ἄ·κερως, ως, ων, gén. ω, sans cornes, Plat. Pol. 265b ||
E Pl. neutre ἄκερα, Arstt. H.A. 2, 1, 31.
Étym. ἀ, κέρας.