Ἀκεσίνης

ἀκεσίνοσος

ἀκέσιος
*ἀκεσί·νοσος, poét. ἀκεσσί·νοσος, ος, ον [ᾰῐ] qui guérit la maladie, Anth. 5, 516 conj.
Étym. ἀκέομαι, νόσος.