Ἀκεστόδωρος

ἀκεστορία

Ἀκεστορίδης
*ἀκεστορία, seul. ion. ἀκεστορίη, ης () [ᾰκ]
1 art de soigner ou de guérir, A. Rh. 2, 512 ; Anth. 9, 349 ; App. 360 ; A. Pl. 4, 271, 272, etc. ||
2 cure, guérison, Max. π. κατ. 314.
Étym. ἀκέστωρ.