Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀκινδυνότης
ἀκινδυνώδης
ἀκινδύνως
ἀκινδυνώδης,
ης, ες
[
ῡ
]
seul. cp.
-έστερος,
sans apparence de danger,
Hpc.
829
h
.
Étym.
ἀκ. -ωδης
.