ἄκλοπος

ἀκλυδώνιστος

ἄκλυστος
ἀ·κλυδώνιστος, ος, ον [] non battu des flots ; p. ext. ἀ. τῶν πνευμάτων, Pol. 10, 10, 4, à l’abri des coups de vent.
Étym. ἀ, κλυδωνίζομαι.