ἀκληεῖς

ἀκλήϊστος

ἀκλήματος
ἀ·κλήϊστος, v. ἄκλειστος fin.
ἀ·κλήϊστος, ος, ον, non célébré, Naz.
Étym. ἀ, κληΐζω.