ἀκμηνός

ἄκμηνος

ἀκμής
ἄκμηνος, ος, ον, à jeun, Il. 19, 207, 346 ; ἄ. πόσιος καὶ ἐδητύος, Il. 19, 320, qui n’a pris ni boisson ni aliment solide (éol. ἄκμη, jeûne, Sch.-Il. 19, 163).