ἄκοινος

ἀκοινωνησία

ἀκοινώνητος
ἀκοινωνησία, ας ()
1 non-communauté des biens, Arstt. Pol. 2, 5, 12 ||
2 caractère insociable, Stob. Ecl. 2, 320.
Étym. ἀκοινώνητος.