ἀκόλαστος

ἀκολάστως

ἀκολλητί
ἀκολάστως, adv. sans retenue, Plat. Gorg. 493c ; Arstt. Probl. 28, etc. ; ἀκολαστοτέρως ἔχειν πρός τι, Xén. Mem. 2, 1, 1, n’avoir pas assez de retenue en qqe ch.