ἀκολλητί

ἀκόλλητος

ἄκολλος
ἀ·κόλλητος, ος, ον :
1 non collé, non adhérent, Gal. 10, 385 ||
2 fig. incompatible, DH. Comp. 2,.
Étym. ἀ, κολλάω.