ἀκολουθητέον

ἀκολουθητικός

ἀκολουθία
ἀκολουθητικός, ή, όν [] disposé à suivre, Arstt. Rhet. 2, 12, 3 ; Nic. 1, 3, 6, etc.
Étym. ἀκολουθέω.