ἄκολπος

ἀκόλυμϐος

ἀκομιστία
ἀ·κόλυμϐος, ος, ον, qui ne sait pas plonger ou nager, Batr. 157 ; Str. 275 ; Plut. M. 599b.
Étym. ἀ, κόλυμϐος.