ἀκόμψευτος

ἄκομψος

ἀκόμψως
ἄ·κομψος, ος, ον, sans parure :
1 simple, naturel, DL. 3, 63 ||
2 rude, d’où inhabile, Eur. Hipp. 986 ; cf. Plut. M. 6b.
Étym. ἀ, κομψός.