ἀκονίας

ἀκονίατος

ἀκόνιον
ἀ·κονίατος, ος, ον [ᾰᾱ] non enduit de chaux, Th. H.P. 8, 11, 1 ; Gal. 13, 637.
Étym. ἀ, κονιάω.