ἀκόνιτον

ἀκόνιτος

ἀκονίτως
ἀκόνιτος, ου () [ᾰῑ] c. le préc. Nic. Al. 42.
ἀ·κόνιτος, ος, ον [] sans poussière, sans combat, sans effort, Q. Sm. 4, 319.
Étym. ἀ, κονίω.
ἀ·κόνιτος, ος, ον, c. ἀκονίατος, Diosc. 1, 6, etc.