ἀκοντιστής

ἀκοντιστικός

ἀκοντιστύς
ἀκοντιστικός, ή, όν [] habile à lancer le javelot, Xén. Cyr. 7, 5, 63 ; Plat. Theag. 126b ||
Sup. -ώτατος, Xén. Cyr. 6, 2, 4.
Étym. ἀκοντίζω.