ἀκοπία

ἀκοπίαστος

ἀκοπιάστως
ἀ·κοπίαστος, ος, ον :
1 qui ne fatigue pas, Arstt. Mund. 1, 2 ||
2 infatigable, Stob. Ecl. 1, 952.
Étym. ἀ, κοπιάω.