ἀκόπριστος

ἄκοπρος

ἀκοπρώδης
ἄ·κοπρος, ος, ον :
1 sans fumier, Th. H.P. 8, 6, 4 ||
2 qui ne va pas à la selle, Hpc.
Étym. ἀ, κόπρος.