ἄκορον

ἄκορος

ἀκόρυφος
ἄκορος, ου () acorus, plante aromatique, Th. H.P. 1, 22.
ἄκορος, ος, ον, insatiable, infatigable, Pd. P. 4, 360.
Étym. ἀ, κόρος.