ἀκόρετος

ἀκορής

ἀκόρητος
ἀ·κορής, ής, ές :
1 insatiable de, gén. Thém. 90d ||
2 qui dépasse toute mesure, impudent, Soph. O.C. 120 (sup. -έστατος).
Étym. ἀ, κόρος.