ἀκοσμέω-ῶ

ἀκοσμήεις

ἀκόσμητος
ἀ·κοσμήεις, ήεσσα, ῆεν, troublé, furieux, en parl. de la mer, Nic. Al. 175.
Étym. ἀ, κόσμος.