ἀκούρευτος

ἄκουρος

ἄκουσα
ἄ·κουρος, ος, ον, c. le préc. Ar. Vesp. 477.
Étym. ἀ, κουρά.
ἄ·κουρος, ος, ον, sans garçon, Od. 7, 64.
Étym. ἀ, κοῦρος.