ἀκρατεύομαι

ἀκρατευτικός

ἀκρατέω-ῶ
ἀκρατευτικός, ή, όν [ᾰτ] qui concerne l’intempérance, Arstt. Rhet. 2, 16.
Étym. ἀκρατεύομαι.