Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἄκρατος
ἀκρατότης
ἀκρατοφόρος
*ἀκρατότης,
seul.
ion.
ἀκρητότης,
ητος
(
ἡ
) absence de mélange de,
gén.
Hpc.
Acut.
393
.
Étym.
ἄκρατος
.