ἀκριϐίη

ἀκριϐοδίκαιος

ἀκριϐολογέομαι-οῦμαι
ἀκριϐο·δίκαιος, ος, ον [ῑῐ] d’une justice rigoureuse, Arstt. Nic. 5, 10, 8.
Étym. ἀκριϐής, δ.