ἀκριδοφαγέω-ῶ

ἀκριδοφάγος

ἀκρίς
ἀκριδο·φάγος, ος, ον [ῐᾰ] qui se nourrit de sauterelles, DS. 3, 29 ; Str. 772.
Étym. ἀκρίς, φαγεῖν.