ἀκρίδιον

ἀκριδοθήκη

ἀκριδοφαγέω-ῶ
ἀκριδο·θήκη, ης () [] cage à sauterelles, Thcr. Idyl. 1, 52 ; Lgs 1, 10 (corr. p. ἀκριδοθήρα).
Étym. ἀκρίς, θήκη.