ἀκροχολία

ἀκρόχολος

ἀκροχορδονώδης
ἀκρό·χολος, réc. c. ἀκράχολος, Arstt. Nic. 4, 5 ; Plut. Them. 269d ||
Sup. -ώτατος, Phil. 1, 389.