ἀκρόλιθος

ἀκρολίνιον

ἀκρόλινος
ἀκρο·λίνιον, ου (τὸ) [λῐ] extrémité d’un filet, Xén. Cyn. 2, 6 ; 6, 9.
Étym. ἄ. λίνον.