ἀκρόλινος

ἀκρολίπαρος

ἀκρολογέω-ῶ
ἀκρο·λίπαρος, ος, ον [ῐᾰ] gras à la surface, Alex. (Ath. 385b).
Étym. ἄ. λιπαρός.