ἀκρολόγος

ἀκρολοφία

ἀκρολοφίτης
ἀκρολοφία, ας () sommet d’une colline, Pol. 2, 27, 5 ; DS. 18, 44 ; 19, 26 ; Str. 699.
Étym. ἀκρόλοφος.