ἀκροπόρφυρος

ἀκροποσθία

ἀκροπότης
ἀκροποσθία, ας () prépuce, Arstt. H.A. 1, 13, 3 ||
E Ion. -ίη, Hpc. Aph. 1257.
Étym. ἄ. πόσθη.