ἀκρωνία

ἀκρωνυχία

ἀκρώνυχος
ἀκρωνυχία, ας () [] bout des ongles, d’où extrémité, en gén. : ἀ. ὄρους, Xén. Hell. 4, 6, 7, et sans ὄρους, Xén. An. 3, 4, 37, sommet d’une montagne.
Étym. ἀκρώνυχος.