ἀκρώνυχος

ἀκρώρεια

Ἀκρώρειοι
ἀκρ·ώρεια, ας () sommet d’une montagne, Xén. Hell. 7, 2, 10 ; Thcr. Idyl. 25, 31 ; Pol. 3, 47, 4.
Étym. ἄ. ὄρος.