ἀκτέον

ἀκτερέϊστος

ἀκτερής
ἀ·κτερέϊστος, ος, ον, c. ἀκτέριστος, Anth. 7, 564 ; Nonn. D. 5, 430 ; 35, 374.
Étym. ἀ, κτερεΐζω.