ἀκτινηδόν

ἀκτινοϐολέω-ῶ

ἀκτινοϐολία
ἀκτινο·ϐολέω-ῶ [] lancer des rayons, Phil. 1, 638 ; au pass. être éclairé par des rayons, Isid. Char. (Ath. 94a).
Étym. ἀκτίς, -ϐολος de βάλλω.