ἀκτινοϐολία

ἀκτινογραφία

ἀκτινοειδής
ἀκτινο·γραφία, ας () [ῑᾰφ] traité sur le rayonnement de la lumière, DH. 9, 48.
Étym. ἀκτίς, γράφω.