Ἀκτίς

ἄκτιστος

ἀκτίστως
ἄ·κτιστος, ος, ον, non créé, Bas. 4, 249 ; Naz. 3, 411 ; Nyss. 2, 28 edd. Migne.
Étym. ἀ, κτίζω.