Ἄκτωρ

ἀκυϐέρνητος

ἀκύϐευτος
ἀ·κυϐέρνητος, ος, ον [] sans pilote, Plut. Cæs. 28, M. 501d ; Luc. J. tr. 46.
Étym. ἀ, κυϐερνάω.