Ἀκύλλιος

ἄκυλος

ἀκυλώνιον
ἄκυλος, ου () [] gland comestible, fruit du chêne ἀρία, Od. 10, 242 ; Arstt. H.A. 8, 6, 4 ; ou du chêne πρῖνος, Th. H.P. 3, 16, 3.
Étym. pré-grec.