ἀκήλητος

ἀκηλίδωτος

ἀκηλιδώτως
ἀ·κηλίδωτος, ος, ον [] non souillé, sans tache, Porph. Abst. 2, 45 ; Phil. 1, 156, etc. ; fig. immaculé, pur, Spt. Sap. 4, 9.
Étym. ἀ, κηλιδόω.