ἀκηρότατος

ἀκηρυκτεί

ἀκήρυκτος
ἀκηρυκτεί ou ἀκηρυκτί, adv.
1 sans proclamation par héraut, DC. 50, 7 ||
2 sans héraut, Thc. 2, 1.
Étym. ἀκήρυκτος.