Ἀλάϐανδα

ἀλαϐαρχείη

ἀλαϐαρχέω-ῶ
ἀλαϐαρχείη, ης () [ᾰλᾰ] ion. c. ἀλαϐαρχία, Anth. 11, 383.
Étym. ἀλαϐάρχης.